- καλλίπαις
- καλλίπαις, -αιδος, ὁ, ἡ (Α)1. αυτός που έχει ωραία παιδιά («καλλίπαις Λητώ»)2. ωραίο παιδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -παις (< παῖς), πρβλ. αρρενό-παις, ελευθερό-παις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καλλίπαις — with beautiful children masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδα — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδας — καλλίπαις with beautiful children masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδι — καλλίπαις with beautiful children masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλίπαιδος — καλλίπαις with beautiful children masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROSERPINA — Iovis et Cereris filia, quae cum in campis Ennaeis flores legeret, a Plutone rapta est. Ovid. Met. l. 5. v. 391. Quô dum Proserpina lucô Ludit, et aut violas, aut candida lilia carpit; Pene simul visa est, dilectaque reptaque Diti. Orpheus tamen … Hofmann J. Lexicon universale
καλλ(ι)- — (Μ καλλ[ι] ) α συνθετικό με το οποίο εμφανίζεται το επίθ. καλός σε πολλές λ. κυρίως τής Αρχαίας Ελληνικής, ενώ στη Νέα Ελληνική χρησιμοποιείται συχνότερα το καλ(ο) *. Το καλλ(ι) εμφανίζει αναδιπλασιασμένο λ , η ερμηνεία τού οποίου είναι αβέβαιη.… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
ԳԵՂԵՑԿԱՄԱՆՈՒԿ — (նկունք.) NBH 1 0538 Chronological Sequence: 13c ա.գ. Որ ունի մանկունս գեղեցիկս. եւ Մանուկ գեղեցիկ. որպէս յն. καλλίπαις *Գեղեցկամանկունս եւ շատակեացս ստասցի. Վրդն. թուոց … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)